Definitio: seeing through the many euphemisms

Τρόμπας, ο

Σύμφωνα με το slang.gr ο μαλάκας, αλλά όχι με την καλή έννοια. Ο χλιμίτζουρας, ο μουνίκακας, ο τρομπομαρίνας.

Τυπικό παράδειγμα τρόμπα είναι ο κούλιγκαν ο οποίος δικαιολογεί τις απαράδεκτες χρεώσεις που κάνουν οι ελληνικές τράπεζες για την ανάληψη μετρητών από ΑΤΜ αλλά και άλλες τραπεζικές εργασίες.

Τα επιχειρήματά τους είναι του τύπου

"Δηλαδή πρέπει κάποιος να κάνει τζάμπα την φυσική μεταφορά χρημάτων για εσένα?"

"Μα δεν έχει καμία σχέση με τράπεζες, είναι ένα ιδιωτικό δίκτυο που όποιος θέλει το χρησιμοποιεί, και για να υπάρχει σαν υποδομή πρέπει να την πληρώνει και όποιος την χρησιμοποιεί/ απολαμβάνει."

Προσέξτε το "απολαμβάνει" - ο καλός ο τρόμπας απολαμβάνει τις αναλήψεις μετρητών