ρόμπα, η

Paolo Sietis

H
ρόμπα, μεταξύ άλλων αξεσουάρ της γυναικείας σπιτικής ενδυματολογίας (ρόλεϊ, κομπινεζόν, παντόφλα, αξεσουάρ πρακτικά -άρα άχαρα, ή φανταχτερά -άρα καβλερά)

Η λέξη ρόμπα όμως δεν περιορίζεται στον χαρακτηρισμό μιας ελαστικών ηθών, κακού γούστου και πατσουρέ γυναίκας. Χρησιμοποιείται για όλους, με την σημασία «ρεζίλι», όπως αποδίδεται στον άλλον ορισμό.

Τυπικό παράδειγμα αμόρφωτα ντουγάνια που πετάνε ονόματα και αναφέρονται σε βιβλία και θεωρίες των οποίων έχουν πλήρη άγνοια.

Ο όρος χαρακτηρίζει επίσης όσους αφού αποκαλυφθούν γυμνοί μετά πουλάνε και μαγκιά από πάνω.

Μπορεί να συνδυαστεί με το Τρόμπας αλλά και τη ΔΑΠ, ενίοτε δε και τον φιλελέ.